ἀνδραγαθῶ

ἀνδραγαθῶ
ἀνδραγαθέω
behave in a manly
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀνδραγαθέω
behave in a manly
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανδραγαθώ — (AM ανδραγαθώ, έω) εκτελώ γενναία πράξη, δείχνομαι γενναίος αρχ. είμαι άντρας αγαθός και γενναίος, δείχνομαι παληκάρι …   Dictionary of Greek

  • ανδραγαθώ — ησα, κάνω γενναίες πράξεις, δείχνομαι παλικάρι: Στον τελευταίο πόλεμο ανδραγάθησε κι ας μη μιλά ποτέ γι αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανδραγαθίζομαι — (Α ἀνδραγαθίζομαι) ανδραγαθώ, κάνω ανδραγάθημα αρχ. είμαι ή εμφανίζομαι ως γενναίος, παριστάνω το παληκάρι …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

  • ενανδραγαθώ — ἐνανδραγαθῶ ( έω) (Μ) ανδραγαθώ, κάνω ανδραγαθία κάπου …   Dictionary of Greek

  • συνανδραγαθώ — έω, Α ανδραγαθώ μαζί με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”